φαρφουρί

φαρφουρί
το
(λ. τουρκ.)
1. λεπτή πορσελάνη, το τσινί.
2. σκεύος (δοχείο, αγγείο) από λεπτή πορσελάνη: Βάλε στο φαρφουρί λουλούδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαρφουρί — το, Ν 1. λεπτή κατεργασμένη πορσελάνη 2. συνεκδ. δοχείο, σκεύος από λεπτή πορσελάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. firfiri πιθ. < πορφύριον < πορφύρα, λόγω τού ότι αρχικά θεωρούσαν ότι τα αγγεία αυτά ήταν κατασκευασμένα από σπασμένα κοχύλια] …   Dictionary of Greek

  • φαρφουρένιος — α, ο, Ν 1. κατασκευασμένος από φαρφουρί 2. μτφ. αυτός που έχει την χροιά φαρφουριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρφουρί + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • farfurie — FARFURÍE, farfurii, s.f. 1. Obiect de faianţă, de porţelan etc., de obicei de formă rotundă, cu marginile puţin ridicate şi cu fundul plat sau adâncit, în care se serveşte mâncarea. 2. (înv.) Porţelan. ♢ (fam.; în sintagma) Farfurie zburătoare =… …   Dicționar Român

  • φαρφουρένιος, -ια, -ιο — ο κατασκευασμένος από φαρφουρί (βλ. λ.), από λεπτή πορσελάνη, ο πορσελάνινος: Φαρφουρένιο βάζο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”